μουσαναγωγός

μουσαναγωγός
μουσαναγωγός, -όν (Α)
(για την Ίσιδα) αρχηγός τών Μουσών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μοῦσα + ἀναγωγός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”